Jump to content

εξυπηρετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from εξυπηρετ(ώ) (exypiret(ó)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ksi.pi.ɾe.tiˈkos/
  • Hyphenation: ε‧ξυ‧πη‧ρε‧τι‧κός

Adjective

[edit]

εξυπηρετικός (exypiretikósm (feminine εξυπηρετική, neuter εξυπηρετικό)

  1. helpful, willing

Declension

[edit]
Declension of εξυπηρετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξυπηρετικός (exypiretikós) εξυπηρετική (exypiretikí) εξυπηρετικό (exypiretikó) εξυπηρετικοί (exypiretikoí) εξυπηρετικές (exypiretikés) εξυπηρετικά (exypiretiká)
genitive εξυπηρετικού (exypiretikoú) εξυπηρετικής (exypiretikís) εξυπηρετικού (exypiretikoú) εξυπηρετικών (exypiretikón) εξυπηρετικών (exypiretikón) εξυπηρετικών (exypiretikón)
accusative εξυπηρετικό (exypiretikó) εξυπηρετική (exypiretikí) εξυπηρετικό (exypiretikó) εξυπηρετικούς (exypiretikoús) εξυπηρετικές (exypiretikés) εξυπηρετικά (exypiretiká)
vocative εξυπηρετικέ (exypiretiké) εξυπηρετική (exypiretikí) εξυπηρετικό (exypiretikó) εξυπηρετικοί (exypiretikoí) εξυπηρετικές (exypiretikés) εξυπηρετικά (exypiretiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξυπηρετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξυπηρετικός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ εξυπηρετικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language