εξυπηρέτηση
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]εξυπηρέτηση • (exypirétisi) f (plural εξυπηρετήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξυπηρέτηση (exypirétisi) | εξυπηρετήσεις (exypiretíseis) |
genitive | εξυπηρέτησης (exypirétisis) | εξυπηρετήσεων (exypiretíseon) |
accusative | εξυπηρέτηση (exypirétisi) | εξυπηρετήσεις (exypiretíseis) |
vocative | εξυπηρέτηση (exypirétisi) | εξυπηρετήσεις (exypiretíseis) |
Older or formal genitive singular: εξυπηρετήσεως (exypiretíseos)
Related terms
[edit]- αλληλοεξυπηρέτηση f (alliloexypirétisi, “mutual service”)
- αυτοεξυπηρέτηση f (aftoexypirétisi, “serving one's self”)
- αυτοεξυπηρετούμαι (aftoexypiretoúmai, “to serve oneself”)
- εξυπηρετικός (exypiretikós)
- εξυπηρετώ (exypiretó)
- and see: υπηρετώ (ypiretó, “to serve”)
Further reading
[edit]- εξυπηρέτηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language