Jump to content

εξυπηρέτηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ksi.piˈɾe.ti.si/
  • Hyphenation: ε‧ξυ‧πη‧ρέ‧τη‧ση
  • Old Hyphenation: εξ‧υ‧πη‧ρέ‧τη‧ση

Noun

[edit]

εξυπηρέτηση (exypirétisif (plural εξυπηρετήσεις)

  1. service
  2. service, favour

Declension

[edit]
Declension of εξυπηρέτηση
singular plural
nominative εξυπηρέτηση (exypirétisi) εξυπηρετήσεις (exypiretíseis)
genitive εξυπηρέτησης (exypirétisis) εξυπηρετήσεων (exypiretíseon)
accusative εξυπηρέτηση (exypirétisi) εξυπηρετήσεις (exypiretíseis)
vocative εξυπηρέτηση (exypirétisi) εξυπηρετήσεις (exypiretíseis)

Older or formal genitive singular: εξυπηρετήσεως (exypiretíseos)

[edit]

Further reading

[edit]