From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Koine Greek ἐξασφαλίζω ( exasphalízō ) .[ 1] By surface analysis , εξ- ( ex- ) + ασφαλίζω ( asfalízo ) .
εξασφαλίζω • (exasfalízo ) (past εξασφάλισα , passive εξασφαλίζομαι )
to ensure , to secure , to obtain
εξασφαλίζω εξασφαλίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εξασφαλίζω
εξασφαλίσω
εξασφαλίζομαι
εξασφαλιστώ
2 sg
εξασφαλίζεις
εξασφαλίσεις
εξασφαλίζεσαι
εξασφαλιστείς
3 sg
εξασφαλίζει
εξασφαλίσει
εξασφαλίζεται
εξασφαλιστεί
1 pl
εξασφαλίζουμε , [‑ομε ]
εξασφαλίσουμε , [‑ομε ]
εξασφαλιζόμαστε
εξασφαλιστούμε
2 pl
εξασφαλίζετε
εξασφαλίσετε
εξασφαλίζεστε , εξασφαλιζόσαστε
εξασφαλιστείτε
3 pl
εξασφαλίζουν (ε )
εξασφαλίσουν (ε )
εξασφαλίζονται
εξασφαλιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εξασφάλιζα
εξασφάλισα
εξασφαλιζόμουν (α )
εξασφαλίστηκα
2 sg
εξασφάλιζες
εξασφάλισες
εξασφαλιζόσουν (α )
εξασφαλίστηκες
3 sg
εξασφάλιζε
εξασφάλισε
εξασφαλιζόταν (ε )
εξασφαλίστηκε
1 pl
εξασφαλίζαμε
εξασφαλίσαμε
εξασφαλιζόμασταν , (‑όμαστε )
εξασφαλιστήκαμε
2 pl
εξασφαλίζατε
εξασφαλίσατε
εξασφαλιζόσασταν , (‑όσαστε )
εξασφαλιστήκατε
3 pl
εξασφάλιζαν , εξασφαλίζαν (ε )
εξασφάλισαν , εξασφαλίσαν (ε )
εξασφαλίζονταν , (εξασφαλιζόντουσαν )
εξασφαλίστηκαν , εξασφαλιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εξασφαλίζω ➤
θα εξασφαλίσω ➤
θα εξασφαλίζομαι ➤
θα εξασφαλιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εξασφαλίζεις , …
θα εξασφαλίσεις , …
θα εξασφαλίζεσαι , …
θα εξασφαλιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εξασφαλίσει έχω, έχεις, … εξασφαλισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εξασφαλιστεί είμαι , είσαι , … εξασφαλισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εξασφαλίσει είχα, είχες, … εξασφαλισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εξασφαλιστεί ήμουν , ήσουν , … εξασφαλισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εξασφαλίσει θα έχω, θα έχεις, … εξασφαλισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εξασφαλιστεί θα είμαι, θα είσαι, … εξασφαλισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εξασφάλιζε
εξασφάλισε
—
εξασφαλίσου
2 pl
εξασφαλίζετε
εξασφαλίστε
εξασφαλίζεστε
εξασφαλιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εξασφαλίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εξασφαλίσει ➤
εξασφαλισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εξασφαλίσει
εξασφαλιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.