Jump to content

ενδεικτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek ἐνδεικτικός (endeiktikós).[1] By surface analysis, ενδείκ(νυμαι) (endeík(nymai)) +‎ -τικός (-tikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /en.ði.ktiˈkos/
  • Hyphenation: εν‧δει‧κτι‧κός

Adjective

[edit]

ενδεικτικός (endeiktikósm (feminine ενδεικτική, neuter ενδεικτικό)

  1. indicative

Declension

[edit]
Declension of ενδεικτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ενδεικτικός (endeiktikós) ενδεικτική (endeiktikí) ενδεικτικό (endeiktikó) ενδεικτικοί (endeiktikoí) ενδεικτικές (endeiktikés) ενδεικτικά (endeiktiká)
genitive ενδεικτικού (endeiktikoú) ενδεικτικής (endeiktikís) ενδεικτικού (endeiktikoú) ενδεικτικών (endeiktikón) ενδεικτικών (endeiktikón) ενδεικτικών (endeiktikón)
accusative ενδεικτικό (endeiktikó) ενδεικτική (endeiktikí) ενδεικτικό (endeiktikó) ενδεικτικούς (endeiktikoús) ενδεικτικές (endeiktikés) ενδεικτικά (endeiktiká)
vocative ενδεικτικέ (endeiktiké) ενδεικτική (endeiktikí) ενδεικτικό (endeiktikó) ενδεικτικοί (endeiktikoí) ενδεικτικές (endeiktikés) ενδεικτικά (endeiktiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ενδεικτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language