διώκτης
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek διώκτης (diṓktēs).[1] By surface analysis, διώκ(ω) (diók(o)) + -της (-tis).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]διώκτης • (dióktis) m (plural διώκτες, feminine διώκτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διώκτης (dióktis) | διώκτες (dióktes) |
genitive | διώκτη (diókti) | διωκτών (dioktón) |
accusative | διώκτη (diókti) | διώκτες (dióktes) |
vocative | διώκτη (diókti) | διώκτες (dióktes) |
Derived terms
[edit]- τυχοδιώκτης m (tychodióktis), τυχοδιώκτρια f (tychodióktria)
Related terms
[edit]- see: διώκω (dióko)
References
[edit]- ^ διώκτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language