τυχοδιώκτρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]τυχοδιώκτρια • (tychodióktria) f (plural τυχοδιώκτριες, masculine τυχοδιώκτης)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τυχοδιώκτρια (tychodióktria) | τυχοδιώκτριες (tychodióktries) |
genitive | τυχοδιώκτριας (tychodióktrias) | - |
accusative | τυχοδιώκτρια (tychodióktria) | τυχοδιώκτριες (tychodióktries) |
vocative | τυχοδιώκτρια (tychodióktria) | τυχοδιώκτριες (tychodióktries) |