Jump to content

τυχοδιώκτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τυχοδιώκτρια (tychodióktriaf (plural τυχοδιώκτριες, masculine τυχοδιώκτης)

  1. adventurer, adventuress

Declension

[edit]
Declension of τυχοδιώκτρια
singular plural
nominative τυχοδιώκτρια (tychodióktria) τυχοδιώκτριες (tychodióktries)
genitive τυχοδιώκτριας (tychodióktrias) -
accusative τυχοδιώκτρια (tychodióktria) τυχοδιώκτριες (tychodióktries)
vocative τυχοδιώκτρια (tychodióktria) τυχοδιώκτριες (tychodióktries)