διατήρηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek διατήρησις (diatḗrēsis).[1] By surface analysis, διατήρη- (stem of διατηρώ (diatiró)) + -ση (-si).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]διατήρηση • (diatírisi) f
- retention
- conservation, maintenance, preservation (the keeping (of a thing) in a safe or entire state)
- διατήρηση της ειρήνης ― diatírisi tis eirínis ― peacekeeping
- (physics) conservation (lack of change in a measurable property of an isolated physical system)
- διατήρηση της ενέργειας ― diatírisi tis enérgeias ― conservation of energy
- διατήρηση της μάζας ― diatírisi tis mázas ― conservation of mass
Declension
[edit]Declension of διατήρηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | διατήρηση • | διατηρήσεις • | |
genitive | διατήρησης • | διατηρήσεων • | |
accusative | διατήρηση • | διατηρήσεις • | |
vocative | διατήρηση • | διατηρήσεις • | |
Older or formal genitive singular: διατηρήσεως • |
References
[edit]- ^ διατήρηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language