διατηρώ
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek διατηρέω (diatēréō), διατηρῶ (diatērô), formed from διά (diá) + τηρέω (tēréō), τηρῶ (tērô), with some senses influenced by French conserver.
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]διατηρώ • (diatiró) (past διατήρησα, passive διατηρούμαι, p‑past διατηρήθηκα, ppp διατηρημένος)
- to have, harbour, keep, retain
- Ωστόσο, διατηρώ ορισμένες επιφυλάξεις.
- Ostóso, diatiró orisménes epifyláxeis.
- However, I harbour a few reservations.
- to own, hold
- to maintain, conserve, keep up
Conjugation
[edit]διατηρώ, διατηρούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διατηρώ | διατηρήσω | διατηρούμαι | διατηρηθώ |
2 sg | διατηρείς | διατηρήσεις | διατηρείσαι | διατηρηθείς |
3 sg | διατηρεί | διατηρήσει | διατηρείται | διατηρηθεί |
1 pl | διατηρούμε | διατηρήσουμε, [-ομε] | διατηρούμαστε | διατηρηθούμε |
2 pl | διατηρείτε | διατηρήσετε | διατηρείστε | διατηρηθείτε |
3 pl | διατηρούν(ε) | διατηρήσουν(ε) | διατηρούνται | διατηρηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διατηρούσα | διατήρησα | [διατηρούμουν(α)] | διατηρήθηκα |
2 sg | διατηρούσες | διατήρησες | [διατηρούσουν(α)] | διατηρήθηκες |
3 sg | διατηρούσε | διατήρησε | διατηρούνταν, {διατηρείτο} | διατηρήθηκε |
1 pl | διατηρούσαμε | διατηρήσαμε | διατηρούμασταν, (‑ούμαστε) | διατηρηθήκαμε |
2 pl | διατηρούσατε | διατηρήσατε | [διατηρούσασταν, (‑ούσαστε)] | διατηρηθήκατε |
3 pl | διατηρούσαν(ε) | διατήρησαν, διατηρήσαν(ε) | διατηρούνταν, {διατηρούντο} | διατηρήθηκαν, διατηρηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διατηρώ ➤ | θα διατηρήσω ➤ | θα διατηρούμαι ➤ | θα διατηρηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διατηρείς, … | θα διατηρήσεις, … | θα διατηρείσαι, … | θα διατηρηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διατηρήσει έχω, έχεις, … διατηρημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διατηρηθεί είμαι, είσαι, … διατηρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διατηρήσει είχα, είχες, … διατηρημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διατηρηθεί ήμουν, ήσουν, … διατηρημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διατηρήσει θα έχω, θα έχεις, … διατηρημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διατηρηθεί θα είμαι, θα είσαι, … διατηρημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | διατήρησε | — | διατηρήσου |
2 pl | διατηρείτε | διατηρήστε | διατηρείστε | διατηρηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διατηρώντας ➤ | διατηρούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διατηρήσει ➤ | διατηρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διατηρήσει | διατηρηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- διατηρητέος (diatiritéos)
Related terms
[edit]- διατήρηση f (diatírisi)