διατηρήθηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]διατηρήθηκα • (diatiríthika)
- 1st person singular simple past form of διατηρούμαι (diatiroúmai) passive of διατηρώ.
διατηρήθηκα • (diatiríthika)