Jump to content

γαλακτοκομείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

γάλα (gála, milk) +‎ -κομείο (-komeío).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ɣalaktokoˈmio/
  • Hyphenation: γα‧λα‧κτο‧κο‧μεί‧ο

Noun

[edit]

γαλακτοκομείο (galaktokomeíon (plural γαλακτοκομεία)

  1. dairy, dairy farm, creamery

Declension

[edit]
Declension of γαλακτοκομείο
singular plural
nominative γαλακτοκομείο (galaktokomeío) γαλακτοκομεία (galaktokomeía)
genitive γαλακτοκομείου (galaktokomeíou) γαλακτοκομείων (galaktokomeíon)
accusative γαλακτοκομείο (galaktokomeío) γαλακτοκομεία (galaktokomeía)
vocative γαλακτοκομείο (galaktokomeío) γαλακτοκομεία (galaktokomeía)
[edit]