Jump to content

γαλακτοκομεία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γαλακτοκομεία (galaktokomeían

  1. nominative plural of γαλακτοκομείο (galaktokomeío)
  2. accusative plural of γαλακτοκομείο (galaktokomeío)
  3. vocative plural of γαλακτοκομείο (galaktokomeío)