γαλακτοκομεία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]γαλακτοκομεία • (galaktokomeía) n
- nominative plural of γαλακτοκομείο (galaktokomeío)
- accusative plural of γαλακτοκομείο (galaktokomeío)
- vocative plural of γαλακτοκομείο (galaktokomeío)
γαλακτοκομεία • (galaktokomeía) n