Jump to content

γαλακτοκομικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From γαλακτοκομία (galaktokomía) +‎ -ικός (-ikós), the former from γαλακτο- (galakto-) +‎ -κομία (-komía).

Adjective

[edit]

γαλακτοκομικός (galaktokomikósm (feminine γαλακτοκομική, neuter γαλακτοκομικό)

  1. dairy (referring to products produced from milk)

Declension

[edit]
Declension of γαλακτοκομικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γαλακτοκομικός (galaktokomikós) γαλακτοκομική (galaktokomikí) γαλακτοκομικό (galaktokomikó) γαλακτοκομικοί (galaktokomikoí) γαλακτοκομικές (galaktokomikés) γαλακτοκομικά (galaktokomiká)
genitive γαλακτοκομικού (galaktokomikoú) γαλακτοκομικής (galaktokomikís) γαλακτοκομικού (galaktokomikoú) γαλακτοκομικών (galaktokomikón) γαλακτοκομικών (galaktokomikón) γαλακτοκομικών (galaktokomikón)
accusative γαλακτοκομικό (galaktokomikó) γαλακτοκομική (galaktokomikí) γαλακτοκομικό (galaktokomikó) γαλακτοκομικούς (galaktokomikoús) γαλακτοκομικές (galaktokomikés) γαλακτοκομικά (galaktokomiká)
vocative γαλακτοκομικέ (galaktokomiké) γαλακτοκομική (galaktokomikí) γαλακτοκομικό (galaktokomikó) γαλακτοκομικοί (galaktokomikoí) γαλακτοκομικές (galaktokomikés) γαλακτοκομικά (galaktokomiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γαλακτοκομικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γαλακτοκομικός, etc.)