Jump to content

αποδιοπομπαίος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποδιοπομπαίος (apodiopompaíosm (feminine αποδιοπομπαία, neuter αποδιοπομπαίο)

  1. outcast, abominable
    αποδιοπομπαίος τράγοςapodiopompaíos trágosscapegoat (literally, “outcast goat”)

Declension

[edit]
Declension of αποδιοπομπαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποδιοπομπαίος (apodiopompaíos) αποδιοπομπαία (apodiopompaía) αποδιοπομπαίο (apodiopompaío) αποδιοπομπαίοι (apodiopompaíoi) αποδιοπομπαίες (apodiopompaíes) αποδιοπομπαία (apodiopompaía)
genitive αποδιοπομπαίου (apodiopompaíou) αποδιοπομπαίας (apodiopompaías) αποδιοπομπαίου (apodiopompaíou) αποδιοπομπαίων (apodiopompaíon) αποδιοπομπαίων (apodiopompaíon) αποδιοπομπαίων (apodiopompaíon)
accusative αποδιοπομπαίο (apodiopompaío) αποδιοπομπαία (apodiopompaía) αποδιοπομπαίο (apodiopompaío) αποδιοπομπαίους (apodiopompaíous) αποδιοπομπαίες (apodiopompaíes) αποδιοπομπαία (apodiopompaía)
vocative αποδιοπομπαίε (apodiopompaíe) αποδιοπομπαία (apodiopompaía) αποδιοπομπαίο (apodiopompaío) αποδιοπομπαίοι (apodiopompaíoi) αποδιοπομπαίες (apodiopompaíes) αποδιοπομπαία (apodiopompaía)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]