αποδιοπομπαίος τράγος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποδιοπομπαίος τράγος • (apodiopompaíos trágos) m (plural αποδιοπομπαίοι τράγοι)
Declension
[edit]- see: αποδιοπομπαίος (apodiopompaíos) and τράγος (trágos)
αποδιοπομπαίος τράγος • (apodiopompaíos trágos) m (plural αποδιοπομπαίοι τράγοι)