ανυπόμονος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek ἀνυπόμονος (anupómonos). Morphologically, from αν- (an-) of α- (a-, privative) + υπομον(ή) f (ypomon(í), “patience”) + suffix -ος (-os).[1][2]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ανυπόμονος • (anypómonos) m (feminine ανυπόμονη, neuter ανυπόμονο)
- impatient, eager, anxious
- Synonym: ανυπομόνευτος (anypomóneftos)
- Antonym: υπομονετικός (ypomonetikós)
Declension
[edit]Declension of ανυπόμονος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανυπόμονος • | ανυπόμονη • | ανυπόμονο • | ανυπόμονοι • | ανυπόμονες • | ανυπόμονα • |
genitive | ανυπόμονου • | ανυπόμονης • | ανυπόμονου • | ανυπόμονων • | ανυπόμονων • | ανυπόμονων • |
accusative | ανυπόμονο • | ανυπόμονη • | ανυπόμονο • | ανυπόμονους • | ανυπόμονες • | ανυπόμονα • |
vocative | ανυπόμονε • | ανυπόμονη • | ανυπόμονο • | ανυπόμονοι • | ανυπόμονες • | ανυπόμονα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανυπόμονος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανυπόμονος, etc.) |
Related terms
[edit]- ανυπομονησία f (anypomonisía, “impatience”)
References
[edit]- ^ ανυπόμονος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ ανυπόμονος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language