Jump to content

υπομονετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From υπομονή (ypomoní, patience).

Adjective

[edit]

υπομονετικός (ypomonetikósm (feminine υπομονετική, neuter υπομονετικό)

  1. patient, calm

Declension

[edit]
Declension of υπομονετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπομονετικός (ypomonetikós) υπομονετική (ypomonetikí) υπομονετικό (ypomonetikó) υπομονετικοί (ypomonetikoí) υπομονετικές (ypomonetikés) υπομονετικά (ypomonetiká)
genitive υπομονετικού (ypomonetikoú) υπομονετικής (ypomonetikís) υπομονετικού (ypomonetikoú) υπομονετικών (ypomonetikón) υπομονετικών (ypomonetikón) υπομονετικών (ypomonetikón)
accusative υπομονετικό (ypomonetikó) υπομονετική (ypomonetikí) υπομονετικό (ypomonetikó) υπομονετικούς (ypomonetikoús) υπομονετικές (ypomonetikés) υπομονετικά (ypomonetiká)
vocative υπομονετικέ (ypomonetiké) υπομονετική (ypomonetikí) υπομονετικό (ypomonetikó) υπομονετικοί (ypomonetikoí) υπομονετικές (ypomonetikés) υπομονετικά (ypomonetiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπομονετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπομονετικός, etc.)

Antonyms

[edit]