ανυπομονησία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ανυπόμονος (anypómonos, “impatient”).
Noun
[edit]ανυπομονησία • (anypomonisía) f (uncountable)
- impatience, lack of patience
Declension
[edit] ανυπομονησία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ανυπομονησία • |
genitive | ανυπομονησίας • |
accusative | ανυπομονησία • |
vocative | ανυπομονησία • |
Related terms
[edit]- ανυπομόνευτος (anypomóneftos, “impatient”)
- ανυπόμονος (anypómonos, “impatient”)
- ανυπομονώ (anypomonó, “to be impatient”)