αδημονία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αδημονία • (adimonía) f (uncountable)
Declension
[edit] αδημονία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αδημονία • |
genitive | αδημονίας • |
accusative | αδημονία • |
vocative | αδημονία • |
Synonyms
[edit]- ανυπομονησία f (anypomonisía)
Related terms
[edit]- αδημονώ (adimonó, “to be impatient”)
See also
[edit]- ανυπόμονος (anypómonos, “impatient”)