Jump to content

ανυπομόνευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανυπομόνευτος (anypomóneftosm (feminine ανυπομόνευτη, neuter ανυπομόνευτο)

  1. impatient, eager, anxious
    Synonym: ανυπόμονος (anypómonos)
    Antonym: υπομονετικός (ypomonetikós)

Declension

[edit]
Declension of ανυπομόνευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανυπομόνευτος (anypomóneftos) ανυπομόνευτη (anypomónefti) ανυπομόνευτο (anypomónefto) ανυπομόνευτοι (anypomóneftoi) ανυπομόνευτες (anypomóneftes) ανυπομόνευτα (anypomónefta)
genitive ανυπομόνευτου (anypomóneftou) ανυπομόνευτης (anypomóneftis) ανυπομόνευτου (anypomóneftou) ανυπομόνευτων (anypomónefton) ανυπομόνευτων (anypomónefton) ανυπομόνευτων (anypomónefton)
accusative ανυπομόνευτο (anypomónefto) ανυπομόνευτη (anypomónefti) ανυπομόνευτο (anypomónefto) ανυπομόνευτους (anypomóneftous) ανυπομόνευτες (anypomóneftes) ανυπομόνευτα (anypomónefta)
vocative ανυπομόνευτε (anypomónefte) ανυπομόνευτη (anypomónefti) ανυπομόνευτο (anypomónefto) ανυπομόνευτοι (anypomóneftoi) ανυπομόνευτες (anypomóneftes) ανυπομόνευτα (anypomónefta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανυπομόνευτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανυπομόνευτος, etc.)

[edit]