From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /an.di.pɾo.soˈpe.vo/
Hyphenation: α‧ντι‧προ‧σω‧πεύ‧ω
αντιπροσωπεύω • (antiprosopévo ) (past αντιπροσώπευσα , passive αντιπροσωπεύομαι )
to represent , stand for
αντιπροσωπεύω αντιπροσωπεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αντιπροσωπεύω
αντιπροσωπεύσω
αντιπροσωπεύομαι
αντιπροσωπευτώ , αντιπροσωπευθώ
2 sg
αντιπροσωπεύεις
αντιπροσωπεύσεις
αντιπροσωπεύεσαι
αντιπροσωπευτείς , αντιπροσωπευθείς
3 sg
αντιπροσωπεύει
αντιπροσωπεύσει
αντιπροσωπεύεται
αντιπροσωπευτεί , αντιπροσωπευθεί
1 pl
αντιπροσωπεύουμε , [‑ομε ]
αντιπροσωπεύσουμε , [‑ομε ]
αντιπροσωπευόμαστε
αντιπροσωπευτούμε , αντιπροσωπευθούμε
2 pl
αντιπροσωπεύετε
αντιπροσωπεύσετε
αντιπροσωπεύεστε , αντιπροσωπευόσαστε
αντιπροσωπευτείτε , αντιπροσωπευθείτε
3 pl
αντιπροσωπεύουν (ε )
αντιπροσωπεύσουν (ε )
αντιπροσωπεύονται
αντιπροσωπευτούν (ε ), αντιπροσωπευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αντιπροσώπευα
αντιπροσώπευσα
αντιπροσωπευόμουν (α )
αντιπροσωπεύτηκα , αντιπροσωπεύθηκα
2 sg
αντιπροσώπευες
αντιπροσώπευσες
αντιπροσωπευόσουν (α )
αντιπροσωπεύτηκες , αντιπροσωπεύθηκες
3 sg
αντιπροσώπευε
αντιπροσώπευσε
αντιπροσωπευόταν (ε )
αντιπροσωπεύτηκε , αντιπροσωπεύθηκε
1 pl
αντιπροσωπεύαμε
αντιπροσωπεύσαμε
αντιπροσωπευόμασταν , (‑όμαστε )
αντιπροσωπευτήκαμε , αντιπροσωπευθήκαμε
2 pl
αντιπροσωπεύατε
αντιπροσωπεύσατε
αντιπροσωπευόσασταν , (‑όσαστε )
αντιπροσωπευτήκατε , αντιπροσωπευθήκατε
3 pl
αντιπροσώπευαν , αντιπροσωπεύαν (ε )
αντιπροσώπευσαν , αντιπροσωπεύσαν (ε )
αντιπροσωπεύονταν , (αντιπροσωπευόντουσαν )
αντιπροσωπεύτηκαν , αντιπροσωπευτήκαν (ε ), αντιπροσωπεύθηκαν , αντιπροσωπευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αντιπροσωπεύω ➤
θα αντιπροσωπεύσω ➤
θα αντιπροσωπεύομαι ➤
θα αντιπροσωπευτώ / αντιπροσωπευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αντιπροσωπεύεις , …
θα αντιπροσωπεύσεις , …
θα αντιπροσωπεύεσαι , …
θα αντιπροσωπευτείς / αντιπροσωπευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αντιπροσωπεύσει έχω, έχεις, … αντιπροσωπευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αντιπροσωπευτεί / αντιπροσωπευθεί είμαι , είσαι , … αντιπροσωπευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αντιπροσωπεύσει είχα, είχες, … αντιπροσωπευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αντιπροσωπευτεί / αντιπροσωπευθεί ήμουν , ήσουν , … αντιπροσωπευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αντιπροσωπεύσει θα έχω, θα έχεις, … αντιπροσωπευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αντιπροσωπευτεί / αντιπροσωπευθεί θα είμαι, θα είσαι, … αντιπροσωπευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αντιπροσώπευε
αντιπροσώπευσε
—
αντιπροσωπεύσου
2 pl
αντιπροσωπεύετε
αντιπροσωπεύστε
αντιπροσωπεύεστε
αντιπροσωπευτείτε , αντιπροσωπευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αντιπροσωπεύοντας ➤
αντιπροσωπευόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αντιπροσωπεύσει ➤
αντιπροσωπευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αντιπροσωπεύσει
αντιπροσωπευτεί , αντιπροσωπευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• In the passive "-εύτ-" may become "-εύθ-" producing a less common form, e.g. αντιπροσωπεύτηκα → αντιπροσωπεύθηκα • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.