αντιπροσωπευτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιπροσωπευτικός • (antiprosopeftikós) m (feminine αντιπροσωπευτική, neuter αντιπροσωπευτικό)
- representative
- Το δείγμα χωρίζεται σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες βάρους περίπου εκατό γραμμαρίων η καθεμία.
- To deígma chorízetai se antiprosopeftikés posótites várous perípou ekató grammaríon i kathemía.
- The sample is divided into representative portions of approximately a hundred grams each.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπροσωπευτικός (antiprosopeftikós) | αντιπροσωπευτική (antiprosopeftikí) | αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) | αντιπροσωπευτικοί (antiprosopeftikoí) | αντιπροσωπευτικές (antiprosopeftikés) | αντιπροσωπευτικά (antiprosopeftiká) | |
genitive | αντιπροσωπευτικού (antiprosopeftikoú) | αντιπροσωπευτικής (antiprosopeftikís) | αντιπροσωπευτικού (antiprosopeftikoú) | αντιπροσωπευτικών (antiprosopeftikón) | αντιπροσωπευτικών (antiprosopeftikón) | αντιπροσωπευτικών (antiprosopeftikón) | |
accusative | αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) | αντιπροσωπευτική (antiprosopeftikí) | αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) | αντιπροσωπευτικούς (antiprosopeftikoús) | αντιπροσωπευτικές (antiprosopeftikés) | αντιπροσωπευτικά (antiprosopeftiká) | |
vocative | αντιπροσωπευτικέ (antiprosopeftiké) | αντιπροσωπευτική (antiprosopeftikí) | αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) | αντιπροσωπευτικοί (antiprosopeftikoí) | αντιπροσωπευτικές (antiprosopeftikés) | αντιπροσωπευτικά (antiprosopeftiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπροσωπευτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπροσωπευτικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντιπροσωπευτικότερος", etc)
|
Related terms
[edit]- see: αντιπροσωπεύω (antiprosopévo, “to represent”)