Jump to content

αντιπροσωπευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιπροσωπευτικός (antiprosopeftikósm (feminine αντιπροσωπευτική, neuter αντιπροσωπευτικό)

  1. representative
    Το δείγμα χωρίζεται σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες βάρους περίπου εκατό γραμμαρίων η καθεμία.
    To deígma chorízetai se antiprosopeftikés posótites várous perípou ekató grammaríon i kathemía.
    The sample is divided into representative portions of approximately a hundred grams each.

Declension

[edit]
Declension of αντιπροσωπευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπροσωπευτικός (antiprosopeftikós) αντιπροσωπευτική (antiprosopeftikí) αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) αντιπροσωπευτικοί (antiprosopeftikoí) αντιπροσωπευτικές (antiprosopeftikés) αντιπροσωπευτικά (antiprosopeftiká)
genitive αντιπροσωπευτικού (antiprosopeftikoú) αντιπροσωπευτικής (antiprosopeftikís) αντιπροσωπευτικού (antiprosopeftikoú) αντιπροσωπευτικών (antiprosopeftikón) αντιπροσωπευτικών (antiprosopeftikón) αντιπροσωπευτικών (antiprosopeftikón)
accusative αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) αντιπροσωπευτική (antiprosopeftikí) αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) αντιπροσωπευτικούς (antiprosopeftikoús) αντιπροσωπευτικές (antiprosopeftikés) αντιπροσωπευτικά (antiprosopeftiká)
vocative αντιπροσωπευτικέ (antiprosopeftiké) αντιπροσωπευτική (antiprosopeftikí) αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) αντιπροσωπευτικοί (antiprosopeftikoí) αντιπροσωπευτικές (antiprosopeftikés) αντιπροσωπευτικά (antiprosopeftiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπροσωπευτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπροσωπευτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπροσωπευτικότερος (antiprosopeftikóteros) αντιπροσωπευτικότερη (antiprosopeftikóteri) αντιπροσωπευτικότερο (antiprosopeftikótero) αντιπροσωπευτικότεροι (antiprosopeftikóteroi) αντιπροσωπευτικότερες (antiprosopeftikóteres) αντιπροσωπευτικότερα (antiprosopeftikótera)
genitive αντιπροσωπευτικότερου (antiprosopeftikóterou) αντιπροσωπευτικότερης (antiprosopeftikóteris) αντιπροσωπευτικότερου (antiprosopeftikóterou) αντιπροσωπευτικότερων (antiprosopeftikóteron) αντιπροσωπευτικότερων (antiprosopeftikóteron) αντιπροσωπευτικότερων (antiprosopeftikóteron)
accusative αντιπροσωπευτικότερο (antiprosopeftikótero) αντιπροσωπευτικότερη (antiprosopeftikóteri) αντιπροσωπευτικότερο (antiprosopeftikótero) αντιπροσωπευτικότερους (antiprosopeftikóterous) αντιπροσωπευτικότερες (antiprosopeftikóteres) αντιπροσωπευτικότερα (antiprosopeftikótera)
vocative αντιπροσωπευτικότερε (antiprosopeftikótere) αντιπροσωπευτικότερη (antiprosopeftikóteri) αντιπροσωπευτικότερο (antiprosopeftikótero) αντιπροσωπευτικότεροι (antiprosopeftikóteroi) αντιπροσωπευτικότερες (antiprosopeftikóteres) αντιπροσωπευτικότερα (antiprosopeftikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντιπροσωπευτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπροσωπευτικότατος (antiprosopeftikótatos) αντιπροσωπευτικότατη (antiprosopeftikótati) αντιπροσωπευτικότατο (antiprosopeftikótato) αντιπροσωπευτικότατοι (antiprosopeftikótatoi) αντιπροσωπευτικότατες (antiprosopeftikótates) αντιπροσωπευτικότατα (antiprosopeftikótata)
genitive αντιπροσωπευτικότατου (antiprosopeftikótatou) αντιπροσωπευτικότατης (antiprosopeftikótatis) αντιπροσωπευτικότατου (antiprosopeftikótatou) αντιπροσωπευτικότατων (antiprosopeftikótaton) αντιπροσωπευτικότατων (antiprosopeftikótaton) αντιπροσωπευτικότατων (antiprosopeftikótaton)
accusative αντιπροσωπευτικότατο (antiprosopeftikótato) αντιπροσωπευτικότατη (antiprosopeftikótati) αντιπροσωπευτικότατο (antiprosopeftikótato) αντιπροσωπευτικότατους (antiprosopeftikótatous) αντιπροσωπευτικότατες (antiprosopeftikótates) αντιπροσωπευτικότατα (antiprosopeftikótata)
vocative αντιπροσωπευτικότατε (antiprosopeftikótate) αντιπροσωπευτικότατη (antiprosopeftikótati) αντιπροσωπευτικότατο (antiprosopeftikótato) αντιπροσωπευτικότατοι (antiprosopeftikótatoi) αντιπροσωπευτικότατες (antiprosopeftikótates) αντιπροσωπευτικότατα (antiprosopeftikótata)
[edit]