αντιπροσωπεύομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αντιπροσωπεύομαι • (antiprosopévomai) passive (past αντιπροσωπεύτηκα/αντιπροσωπεύθηκα, active αντιπροσωπεύω)
- to be represented
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: αντιπροσωπεύω (antiprosopévo)