Jump to content

αντιπροσωπεύομαι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Verb

[edit]

αντιπροσωπεύομαι (antiprosopévomai) passive (past αντιπροσωπεύτηκα/αντιπροσωπεύθηκα, active αντιπροσωπεύω)

  1. to be represented

Conjugation

[edit]
see this verb's full conjugation at: αντιπροσωπεύω (antiprosopévo)