Jump to content

αντιπροσώπευση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from αντιπροσωπεύω (antiprosopévo) +‎ -ση (-si).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /an.di.pɾoˈso.pef.si/
  • Hyphenation: αν‧τι‧προ‧σώ‧πευ‧ση

Noun

[edit]

αντιπροσώπευση (antiprosópefsif (plural αντιπροσωπεύσεις)

  1. (politics) representation

Declension

[edit]
Declension of αντιπροσώπευση
singular plural
nominative αντιπροσώπευση (antiprosópefsi) αντιπροσωπεύσεις (antiprosopéfseis)
genitive αντιπροσώπευσης (antiprosópefsis) αντιπροσωπεύσεων (antiprosopéfseon)
accusative αντιπροσώπευση (antiprosópefsi) αντιπροσωπεύσεις (antiprosopéfseis)
vocative αντιπροσώπευση (antiprosópefsi) αντιπροσωπεύσεις (antiprosopéfseis)

Older or formal genitive singular: αντιπροσωπεύσεως (antiprosopéfseos)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ αντιπροσώπευση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language