Jump to content

αναπηρία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned form from ανα- (ana-) +‎ πηρός (pirós) +‎ -ία (-ía).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.na.piˈɾi.a/
  • Hyphenation: α‧να‧πη‧ρί‧α

Noun

[edit]

αναπηρία (anapiríaf (plural αναπηρίες)

  1. disability

Declension

[edit]
singular plural
nominative αναπηρία (anapiría) αναπηρίες (anapiríes)
genitive αναπηρίας (anapirías) αναπηριών (anapirión)
accusative αναπηρία (anapiría) αναπηρίες (anapiríes)
vocative αναπηρία (anapiría) αναπηρίες (anapiríes)
[edit]