Jump to content

ανάπηρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάπηρος (anápirosm (feminine ανάπηρη, neuter ανάπηρο)

  1. handicapped, disabled (by injury, illness, etc)
    ανάπηρος πολέμουanápiros polémoudisabled serviceman

Declension

[edit]
Declension of ανάπηρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάπηρος (anápiros) ανάπηρη (anápiri) ανάπηρο (anápiro) ανάπηροι (anápiroi) ανάπηρες (anápires) ανάπηρα (anápira)
genitive ανάπηρου (anápirou) ανάπηρης (anápiris) ανάπηρου (anápirou) ανάπηρων (anápiron) ανάπηρων (anápiron) ανάπηρων (anápiron)
accusative ανάπηρο (anápiro) ανάπηρη (anápiri) ανάπηρο (anápiro) ανάπηρους (anápirous) ανάπηρες (anápires) ανάπηρα (anápira)
vocative ανάπηρε (anápire) ανάπηρη (anápiri) ανάπηρο (anápiro) ανάπηροι (anápiroi) ανάπηρες (anápires) ανάπηρα (anápira)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανάπηρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανάπηρος, etc.)

Noun

[edit]

ανάπηρος (anápirosm (plural ανάπηροι, feminine ανάπηρη)

  1. person with disability

Declension

[edit]
Declension of ανάπηρος
singular plural
nominative ανάπηρος (anápiros) ανάπηροι (anápiroi)
genitive ανάπηρου (anápirou)
αναπήρου (anapírou)
ανάπηρων (anápiron)
αναπήρων (anapíron)
accusative ανάπηρο (anápiro) ανάπηρους (anápirous)
αναπήρους (anapírous)
vocative ανάπηρε (anápire) ανάπηροι (anápiroi)

Second forms are formal. 

[edit]