Jump to content

αναπηρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναπηρικός (anapirikósm (feminine αναπηρική, neuter αναπηρικό)

  1. badly injured, maimed, crippled
  2. invalid, for a person with a disability
    αναπηρικό καροτσακιanapirikó karotsakiwheelchair

Declension

[edit]
Declension of αναπηρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπηρικός (anapirikós) αναπηρική (anapirikí) αναπηρικό (anapirikó) αναπηρικοί (anapirikoí) αναπηρικές (anapirikés) αναπηρικά (anapiriká)
genitive αναπηρικού (anapirikoú) αναπηρικής (anapirikís) αναπηρικού (anapirikoú) αναπηρικών (anapirikón) αναπηρικών (anapirikón) αναπηρικών (anapirikón)
accusative αναπηρικό (anapirikó) αναπηρική (anapirikí) αναπηρικό (anapirikó) αναπηρικούς (anapirikoús) αναπηρικές (anapirikés) αναπηρικά (anapiriká)
vocative αναπηρικέ (anapiriké) αναπηρική (anapirikí) αναπηρικό (anapirikó) αναπηρικοί (anapirikoí) αναπηρικές (anapirikés) αναπηρικά (anapiriká)
[edit]