αναμφίβολος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αν- (an-, α- privative) + αμφίβολος (amfívolos).
Adjective
[edit]αναμφίβολος • (anamfívolos) m (feminine αναμφίβολοη, neuter αναμφίβολο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναμφίβολος (anamfívolos) | αναμφίβολη (anamfívoli) | αναμφίβολο (anamfívolo) | αναμφίβολοι (anamfívoloi) | αναμφίβολες (anamfívoles) | αναμφίβολα (anamfívola) | |
genitive | αναμφίβολου (anamfívolou) | αναμφίβολης (anamfívolis) | αναμφίβολου (anamfívolou) | αναμφίβολων (anamfívolon) | αναμφίβολων (anamfívolon) | αναμφίβολων (anamfívolon) | |
accusative | αναμφίβολο (anamfívolo) | αναμφίβολη (anamfívoli) | αναμφίβολο (anamfívolo) | αναμφίβολους (anamfívolous) | αναμφίβολες (anamfívoles) | αναμφίβολα (anamfívola) | |
vocative | αναμφίβολε (anamfívole) | αναμφίβολη (anamfívoli) | αναμφίβολο (anamfívolo) | αναμφίβολοι (anamfívoloi) | αναμφίβολες (anamfívoles) | αναμφίβολα (anamfívola) |
Synonyms
[edit]- αναμφισβήτητος (anamfisvítitos)
Related terms
[edit]- αναμφίβολα (anamfívola, “undeniably”, adverb)