Jump to content

αναμφίβολος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek ἀναμφίβολος (anamphíbolos).[1] By surface analysis, αν- (an-, α- privative) +‎ αμφίβολος (amfívolos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.naɱˈfi.vo.los/
  • Hyphenation: α‧ναμ‧φί‧βο‧λος

Adjective

[edit]

αναμφίβολος (anamfívolosm (feminine αναμφίβολοη, neuter αναμφίβολο)

  1. unquestionable, indubitable, undoubted

Declension

[edit]
Declension of αναμφίβολος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναμφίβολος (anamfívolos) αναμφίβολη (anamfívoli) αναμφίβολο (anamfívolo) αναμφίβολοι (anamfívoloi) αναμφίβολες (anamfívoles) αναμφίβολα (anamfívola)
genitive αναμφίβολου (anamfívolou) αναμφίβολης (anamfívolis) αναμφίβολου (anamfívolou) αναμφίβολων (anamfívolon) αναμφίβολων (anamfívolon) αναμφίβολων (anamfívolon)
accusative αναμφίβολο (anamfívolo) αναμφίβολη (anamfívoli) αναμφίβολο (anamfívolo) αναμφίβολους (anamfívolous) αναμφίβολες (anamfívoles) αναμφίβολα (anamfívola)
vocative αναμφίβολε (anamfívole) αναμφίβολη (anamfívoli) αναμφίβολο (anamfívolo) αναμφίβολοι (anamfívoloi) αναμφίβολες (anamfívoles) αναμφίβολα (anamfívola)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ αναμφίβολος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language