Jump to content

αλαφρός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλαφρός (alafrósm (feminine αλαφρή, neuter αλαφρό)

  1. Alternative form of ελαφρός (elafrós)

Declension

[edit]
Declension of αλαφρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλαφρός (alafrós) αλαφρή (alafrí) αλαφρό (alafró) αλαφροί (alafroí) αλαφρές (alafrés) αλαφρά (alafrá)
genitive αλαφρού (alafroú) αλαφρής (alafrís) αλαφρού (alafroú) αλαφρών (alafrón) αλαφρών (alafrón) αλαφρών (alafrón)
accusative αλαφρό (alafró) αλαφρή (alafrí) αλαφρό (alafró) αλαφρούς (alafroús) αλαφρές (alafrés) αλαφρά (alafrá)
vocative αλαφρέ (alafré) αλαφρή (alafrí) αλαφρό (alafró) αλαφροί (alafroí) αλαφρές (alafrés) αλαφρά (alafrá)
[edit]