Jump to content

αλαφροχέρης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλαφροχέρης (alafrochérism (feminine αλαφροχέρα, neuter αλαφροχέρικο)

  1. light-handed

Declension

[edit]
Declension of αλαφροχέρης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλαφροχέρης (alafrochéris) αλαφροχέρα (alafrochéra) αλαφροχέρικο (alafrochériko) αλαφροχέρηδες (alafrochérides) αλαφροχέρες (alafrochéres) αλαφροχέρικα (alafrochérika)
genitive αλαφροχέρη (alafrochéri) αλαφροχέρας (alafrochéras) αλαφροχέρικου (alafrochérikou) αλαφροχέρηδων (alafrochéridon) αλαφροχέρικων (alafrochérikon)
accusative αλαφροχέρη (alafrochéri) αλαφροχέρα (alafrochéra) αλαφροχέρικο (alafrochériko) αλαφροχέρηδες (alafrochérides) αλαφροχέρες (alafrochéres) αλαφροχέρικα (alafrochérika)
vocative αλαφροχέρη (alafrochéri) αλαφροχέρα (alafrochéra) αλαφροχέρικο (alafrochériko) αλαφροχέρηδες (alafrochérides) αλαφροχέρες (alafrochéres) αλαφροχέρικα (alafrochérika)
[edit]