Jump to content

αλαφροπόδης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλαφροπόδης (alafropódism (feminine αλαφροπόδα, neuter αλαφροπόδικο)

  1. light-handed

Declension

[edit]
Declension of αλαφροπόδης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλαφροπόδης (alafropódis) αλαφροπόδα (alafropóda) αλαφροπόδικο (alafropódiko) αλαφροπόδηδες (alafropódides) αλαφροπόδες (alafropódes) αλαφροπόδικα (alafropódika)
genitive αλαφροπόδη (alafropódi) αλαφροπόδας (alafropódas) αλαφροπόδικου (alafropódikou) αλαφροπόδηδων (alafropódidon) αλαφροπόδικων (alafropódikon)
accusative αλαφροπόδη (alafropódi) αλαφροπόδα (alafropóda) αλαφροπόδικο (alafropódiko) αλαφροπόδηδες (alafropódides) αλαφροπόδες (alafropódes) αλαφροπόδικα (alafropódika)
vocative αλαφροπόδη (alafropódi) αλαφροπόδα (alafropóda) αλαφροπόδικο (alafropódiko) αλαφροπόδηδες (alafropódides) αλαφροπόδες (alafropódes) αλαφροπόδικα (alafropódika)
[edit]