Jump to content

αλαφροΐσκιωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλαφροΐσκιωτος (alafroḯskiotosm (feminine αλαφροΐσκιωτη, neuter αλαφροΐσκιωτο)

  1. fey, unworldly, with supernatural powers

Declension

[edit]
Declension of αλαφροΐσκιωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλαφροΐσκιωτος (alafroḯskiotos) αλαφροΐσκιωτη (alafroḯskioti) αλαφροΐσκιωτο (alafroḯskioto) αλαφροΐσκιωτοι (alafroḯskiotoi) αλαφροΐσκιωτες (alafroḯskiotes) αλαφροΐσκιωτα (alafroḯskiota)
genitive αλαφροΐσκιωτου (alafroḯskiotou) αλαφροΐσκιωτης (alafroḯskiotis) αλαφροΐσκιωτου (alafroḯskiotou) αλαφροΐσκιωτων (alafroḯskioton) αλαφροΐσκιωτων (alafroḯskioton) αλαφροΐσκιωτων (alafroḯskioton)
accusative αλαφροΐσκιωτο (alafroḯskioto) αλαφροΐσκιωτη (alafroḯskioti) αλαφροΐσκιωτο (alafroḯskioto) αλαφροΐσκιωτους (alafroḯskiotous) αλαφροΐσκιωτες (alafroḯskiotes) αλαφροΐσκιωτα (alafroḯskiota)
vocative αλαφροΐσκιωτε (alafroḯskiote) αλαφροΐσκιωτη (alafroḯskioti) αλαφροΐσκιωτο (alafroḯskioto) αλαφροΐσκιωτοι (alafroḯskiotoi) αλαφροΐσκιωτες (alafroḯskiotes) αλαφροΐσκιωτα (alafroḯskiota)
[edit]