Jump to content

ακυνήγητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακυνήγητος (akynígitosm (feminine ακυνήγητη, neuter ακυνήγητο)

  1. unchased, not pursued
    Synonym: ακαταδίωκτος (akatadíoktos)
    Antonym: κυνηγημένος (kynigiménos)

Declension

[edit]
Declension of ακυνήγητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακυνήγητος (akynígitos) ακυνήγητη (akynígiti) ακυνήγητο (akynígito) ακυνήγητοι (akynígitoi) ακυνήγητες (akynígites) ακυνήγητα (akynígita)
genitive ακυνήγητου (akynígitou) ακυνήγητης (akynígitis) ακυνήγητου (akynígitou) ακυνήγητων (akynígiton) ακυνήγητων (akynígiton) ακυνήγητων (akynígiton)
accusative ακυνήγητο (akynígito) ακυνήγητη (akynígiti) ακυνήγητο (akynígito) ακυνήγητους (akynígitous) ακυνήγητες (akynígites) ακυνήγητα (akynígita)
vocative ακυνήγητε (akynígite) ακυνήγητη (akynígiti) ακυνήγητο (akynígito) ακυνήγητοι (akynígitoi) ακυνήγητες (akynígites) ακυνήγητα (akynígita)
[edit]