Jump to content

κυνηγημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of κυνηγιέμαι (kynigiémai), passive voice of κυνηγάω / κυνηγώ (to hunt).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ci.ni.ʝiˈme.nos/
  • Hyphenation: κυ‧νη‧γη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

κυνηγημένος (kynigiménosm (feminine κυνηγημένη, neuter κυνηγημένο)

  1. hunted, chased

Declension

[edit]
Declension of κυνηγημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυνηγημένος (kynigiménos) κυνηγημένη (kynigiméni) κυνηγημένο (kynigiméno) κυνηγημένοι (kynigiménoi) κυνηγημένες (kynigiménes) κυνηγημένα (kynigiména)
genitive κυνηγημένου (kynigiménou) κυνηγημένης (kynigiménis) κυνηγημένου (kynigiménou) κυνηγημένων (kynigiménon) κυνηγημένων (kynigiménon) κυνηγημένων (kynigiménon)
accusative κυνηγημένο (kynigiméno) κυνηγημένη (kynigiméni) κυνηγημένο (kynigiméno) κυνηγημένους (kynigiménous) κυνηγημένες (kynigiménes) κυνηγημένα (kynigiména)
vocative κυνηγημένε (kynigiméne) κυνηγημένη (kynigiméni) κυνηγημένο (kynigiméno) κυνηγημένοι (kynigiménoi) κυνηγημένες (kynigiménes) κυνηγημένα (kynigiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κυνηγημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κυνηγημένος, etc.)