Jump to content

ακαταδίωκτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ακαταδίωκτος (akatadíoktosm (feminine ακαταδίωκτη, neuter ακαταδίωκτο)

  1. not pursued, unchased
    Synonym: ακυνήγητος (akynígitos)
    Antonym: κυνηγημένος (kynigiménos)
  2. (law) immune, not prosecuted

Declension

[edit]
Declension of ακαταδίωκτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαταδίωκτος (akatadíoktos) ακαταδίωκτη (akatadíokti) ακαταδίωκτο (akatadíokto) ακαταδίωκτοι (akatadíoktoi) ακαταδίωκτες (akatadíoktes) ακαταδίωκτα (akatadíokta)
genitive ακαταδίωκτου (akatadíoktou) ακαταδίωκτης (akatadíoktis) ακαταδίωκτου (akatadíoktou) ακαταδίωκτων (akatadíokton) ακαταδίωκτων (akatadíokton) ακαταδίωκτων (akatadíokton)
accusative ακαταδίωκτο (akatadíokto) ακαταδίωκτη (akatadíokti) ακαταδίωκτο (akatadíokto) ακαταδίωκτους (akatadíoktous) ακαταδίωκτες (akatadíoktes) ακαταδίωκτα (akatadíokta)
vocative ακαταδίωκτε (akatadíokte) ακαταδίωκτη (akatadíokti) ακαταδίωκτο (akatadíokto) ακαταδίωκτοι (akatadíoktoi) ακαταδίωκτες (akatadíoktes) ακαταδίωκτα (akatadíokta)
[edit]