ακαταδίωκτος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ακαταδίωχτος (akatadíochtos)
Adjective
[edit]ακαταδίωκτος • (akatadíoktos) m (feminine ακαταδίωκτη, neuter ακαταδίωκτο)
- not pursued, unchased
- Synonym: ακυνήγητος (akynígitos)
- Antonym: κυνηγημένος (kynigiménos)
- (law) immune, not prosecuted
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακαταδίωκτος (akatadíoktos) | ακαταδίωκτη (akatadíokti) | ακαταδίωκτο (akatadíokto) | ακαταδίωκτοι (akatadíoktoi) | ακαταδίωκτες (akatadíoktes) | ακαταδίωκτα (akatadíokta) | |
genitive | ακαταδίωκτου (akatadíoktou) | ακαταδίωκτης (akatadíoktis) | ακαταδίωκτου (akatadíoktou) | ακαταδίωκτων (akatadíokton) | ακαταδίωκτων (akatadíokton) | ακαταδίωκτων (akatadíokton) | |
accusative | ακαταδίωκτο (akatadíokto) | ακαταδίωκτη (akatadíokti) | ακαταδίωκτο (akatadíokto) | ακαταδίωκτους (akatadíoktous) | ακαταδίωκτες (akatadíoktes) | ακαταδίωκτα (akatadíokta) | |
vocative | ακαταδίωκτε (akatadíokte) | ακαταδίωκτη (akatadíokti) | ακαταδίωκτο (akatadíokto) | ακαταδίωκτοι (akatadíoktoi) | ακαταδίωκτες (akatadíoktes) | ακαταδίωκτα (akatadíokta) |
Related terms
[edit]- see: κατάδικος m or f (katádikos, “convict”)