ακατέργαστος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ἀκατέργαστος (akatérgastos, “uncultivated; undigested”).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ακατέργαστος • (akatérgastos) m (feminine ακατέργαστη, neuter ακατέργαστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακατέργαστος (akatérgastos) | ακατέργαστη (akatérgasti) | ακατέργαστο (akatérgasto) | ακατέργαστοι (akatérgastoi) | ακατέργαστες (akatérgastes) | ακατέργαστα (akatérgasta) | |
genitive | ακατέργαστου (akatérgastou) | ακατέργαστης (akatérgastis) | ακατέργαστου (akatérgastou) | ακατέργαστων (akatérgaston) | ακατέργαστων (akatérgaston) | ακατέργαστων (akatérgaston) | |
accusative | ακατέργαστο (akatérgasto) | ακατέργαστη (akatérgasti) | ακατέργαστο (akatérgasto) | ακατέργαστους (akatérgastous) | ακατέργαστες (akatérgastes) | ακατέργαστα (akatérgasta) | |
vocative | ακατέργαστε (akatérgaste) | ακατέργαστη (akatérgasti) | ακατέργαστο (akatérgasto) | ακατέργαστοι (akatérgastoi) | ακατέργαστες (akatérgastes) | ακατέργαστα (akatérgasta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατέργαστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατέργαστος, etc.)
Synonyms
[edit]- αδέψητος (adépsitos)
References
[edit]- ^ ακατέργαστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language