Jump to content

ακαθάριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακαθάριστος (akatháristosm (feminine ακαθάριστη, neuter ακαθάριστο)

  1. unclean, not cleaned, unwashed
  2. gross
  3. unweeded, unpeeled, etc

Declension

[edit]
Declension of ακαθάριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαθάριστος (akatháristos) ακαθάριστη (akatháristi) ακαθάριστο (akatháristo) ακαθάριστοι (akatháristoi) ακαθάριστες (akatháristes) ακαθάριστα (akathárista)
genitive ακαθάριστου (akatháristou) ακαθάριστης (akatháristis) ακαθάριστου (akatháristou) ακαθάριστων (akatháriston) ακαθάριστων (akatháriston) ακαθάριστων (akatháriston)
accusative ακαθάριστο (akatháristo) ακαθάριστη (akatháristi) ακαθάριστο (akatháristo) ακαθάριστους (akatháristous) ακαθάριστες (akatháristes) ακαθάριστα (akathárista)
vocative ακαθάριστε (akatháriste) ακαθάριστη (akatháristi) ακαθάριστο (akatháristo) ακαθάριστοι (akatháristoi) ακαθάριστες (akatháristes) ακαθάριστα (akathárista)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαθάριστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαθάριστος, etc.)

Antonyms

[edit]
[edit]

See also

[edit]