ακαθάριστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακαθάριστος • (akatháristos) m (feminine ακαθάριστη, neuter ακαθάριστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακαθάριστος (akatháristos) | ακαθάριστη (akatháristi) | ακαθάριστο (akatháristo) | ακαθάριστοι (akatháristoi) | ακαθάριστες (akatháristes) | ακαθάριστα (akathárista) | |
genitive | ακαθάριστου (akatháristou) | ακαθάριστης (akatháristis) | ακαθάριστου (akatháristou) | ακαθάριστων (akatháriston) | ακαθάριστων (akatháriston) | ακαθάριστων (akatháriston) | |
accusative | ακαθάριστο (akatháristo) | ακαθάριστη (akatháristi) | ακαθάριστο (akatháristo) | ακαθάριστους (akatháristous) | ακαθάριστες (akatháristes) | ακαθάριστα (akathárista) | |
vocative | ακαθάριστε (akatháriste) | ακαθάριστη (akatháristi) | ακαθάριστο (akatháristo) | ακαθάριστοι (akatháristoi) | ακαθάριστες (akatháristes) | ακαθάριστα (akathárista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαθάριστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαθάριστος, etc.)
Antonyms
[edit]- καθαρός (katharós, “clean”)
Related terms
[edit]See also
[edit]- ακαθόριστος (akathóristos, “uncertain”)