Jump to content

ακαθαρσία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ακαθαρσία (akatharsíaf (plural ακαθαρσίες)

  1. impurity, dirt, filth
  2. (in the plural) faeces, excrement

Declension

[edit]
Declension of ακαθαρσία
singular plural
nominative ακαθαρσία (akatharsía) ακαθαρσίες (akatharsíes)
genitive ακαθαρσίας (akatharsías) ακαθαρσιών (akatharsión)
accusative ακαθαρσία (akatharsía) ακαθαρσίες (akatharsíes)
vocative ακαθαρσία (akatharsía) ακαθαρσίες (akatharsíes)
[edit]