ακαθαρσία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ακαθαρσία • (akatharsía) f (plural ακαθαρσίες)
Declension
[edit]Declension of ακαθαρσία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακαθαρσία • | ακαθαρσίες • |
genitive | ακαθαρσίας • | ακαθαρσιών • |
accusative | ακαθαρσία • | ακαθαρσίες • |
vocative | ακαθαρσία • | ακαθαρσίες • |
Related terms
[edit]- ακαθάριστος (akatháristos, “unclean, gross”)
- ακάθαρτος (akáthartos, “dirty, polluted”)