Jump to content

ακαθόριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακαθόριστος (akathóristosm (feminine ακαθόριστη, neuter ακαθόριστο)

  1. vague, uncertain, indeterminate
    Synonym: απροσδιόριστος (aprosdióristos)
  2. blurred, amorphous
  3. indefinable

Declension

[edit]
Declension of ακαθόριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαθόριστος (akathóristos) ακαθόριστη (akathóristi) ακαθόριστο (akathóristo) ακαθόριστοι (akathóristoi) ακαθόριστες (akathóristes) ακαθόριστα (akathórista)
genitive ακαθόριστου (akathóristou) ακαθόριστης (akathóristis) ακαθόριστου (akathóristou) ακαθόριστων (akathóriston) ακαθόριστων (akathóriston) ακαθόριστων (akathóriston)
accusative ακαθόριστο (akathóristo) ακαθόριστη (akathóristi) ακαθόριστο (akathóristo) ακαθόριστους (akathóristous) ακαθόριστες (akathóristes) ακαθόριστα (akathórista)
vocative ακαθόριστε (akathóriste) ακαθόριστη (akathóristi) ακαθόριστο (akathóristo) ακαθόριστοι (akathóristoi) ακαθόριστες (akathóristes) ακαθόριστα (akathórista)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαθόριστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαθόριστος, etc.)

See also

[edit]