Jump to content

ακάτεχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακάτεχος (akátechosm (feminine ακάτεχη, neuter ακάτεχο)

  1. ignorant (lacking knowledge)
  2. unsuspecting, unaware

Declension

[edit]
Declension of ακάτεχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακάτεχος (akátechos) ακάτεχη (akátechi) ακάτεχο (akátecho) ακάτεχοι (akátechoi) ακάτεχες (akáteches) ακάτεχα (akátecha)
genitive ακάτεχου (akátechou) ακάτεχης (akátechis) ακάτεχου (akátechou) ακάτεχων (akátechon) ακάτεχων (akátechon) ακάτεχων (akátechon)
accusative ακάτεχο (akátecho) ακάτεχη (akátechi) ακάτεχο (akátecho) ακάτεχους (akátechous) ακάτεχες (akáteches) ακάτεχα (akátecha)
vocative ακάτεχε (akáteche) ακάτεχη (akátechi) ακάτεχο (akátecho) ακάτεχοι (akátechoi) ακάτεχες (akáteches) ακάτεχα (akátecha)

Synonyms

[edit]