Jump to content

ανυποψίαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανυποψίαστος (anypopsíastosm (feminine ανυποψίαστη, neuter ανυποψίαστο)

  1. unsuspecting, unaware
    Synonyms: ανυπόνιαστος (anypóniastos), ανύποπτος (anýpoptos), ακάτεχος (akátechos)

Declension

[edit]
Declension of ανυποψίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανυποψίαστος (anypopsíastos) ανυποψίαστη (anypopsíasti) ανυποψίαστο (anypopsíasto) ανυποψίαστοι (anypopsíastoi) ανυποψίαστες (anypopsíastes) ανυποψίαστα (anypopsíasta)
genitive ανυποψίαστου (anypopsíastou) ανυποψίαστης (anypopsíastis) ανυποψίαστου (anypopsíastou) ανυποψίαστων (anypopsíaston) ανυποψίαστων (anypopsíaston) ανυποψίαστων (anypopsíaston)
accusative ανυποψίαστο (anypopsíasto) ανυποψίαστη (anypopsíasti) ανυποψίαστο (anypopsíasto) ανυποψίαστους (anypopsíastous) ανυποψίαστες (anypopsíastes) ανυποψίαστα (anypopsíasta)
vocative ανυποψίαστε (anypopsíaste) ανυποψίαστη (anypopsíasti) ανυποψίαστο (anypopsíasto) ανυποψίαστοι (anypopsíastoi) ανυποψίαστες (anypopsíastes) ανυποψίαστα (anypopsíasta)