Jump to content

αιμομείκτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αιμομείκτρια (aimomeíktriaf (plural αιμομείκτριες, masculine αιμομείκτης)

  1. incestuous woman

Declension

[edit]
Declension of αιμομείκτρια
singular plural
nominative αιμομείκτρια (aimomeíktria) αιμομείκτριες (aimomeíktries)
genitive αιμομείκτριας (aimomeíktrias) αιμομεικτριών (aimomeiktrión)
accusative αιμομείκτρια (aimomeíktria) αιμομείκτριες (aimomeíktries)
vocative αιμομείκτρια (aimomeíktria) αιμομείκτριες (aimomeíktries)