αιμομείχτρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αιμομείχτρια • (aimomeíchtria) f (plural αιμομείχτριες, masculine αιμομείχτρης)
- Alternative form of αιμομείκτρια (aimomeíktria)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιμομείχτρια (aimomeíchtria) | αιμομείχτριες (aimomeíchtries) |
genitive | αιμομείχτριας (aimomeíchtrias) | αιμομειχτριών (aimomeichtrión) |
accusative | αιμομείχτρια (aimomeíchtria) | αιμομείχτριες (aimomeíchtries) |
vocative | αιμομείχτρια (aimomeíchtria) | αιμομείχτριες (aimomeíchtries) |