αιμομείκτης
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αιμομείχτης m (aimomeíchtis)
Noun
[edit]αιμομείκτης • (aimomeíktis) m (plural αιμομείκτες, feminine αιμομείκτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιμομείκτης (aimomeíktis) | αιμομείκτες (aimomeíktes) |
genitive | αιμομείκτη (aimomeíkti) | αιμομεικτών (aimomeiktón) |
accusative | αιμομείκτη (aimomeíkti) | αιμομείκτες (aimomeíktes) |
vocative | αιμομείκτη (aimomeíkti) | αιμομείκτες (aimomeíktes) |
Synonyms
[edit]- αδελφομίκτης m (adelfomíktis) (between siblings)