Template:el-decl-adj-ος-η-α-ο/documentation

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
Documentation for Template:el-decl-adj-ος-η-α-ο. [edit]
This page contains usage information, categories, interwiki links and other content describing the template.
This template must not be used directly
Access it by using the syntax described more fully at the main template: el-decl-adj.
Greek adjective inflection-table templates lists the available patterns of inflection.
Also see Template:el-decl-adj-table and Category:Greek adjective inflection-table templates.
For adjectives with the inflections shown
ID: ος-η-α-ο   Category singular plural
eg: νόθος   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ος ΄η / ΄α ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
genitive ΄ου ΄ης / ΄ας ΄ου ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄ο ΄η / ΄α ΄ο ΄ους ΄ες ΄α
vocative ΄ε ΄η / ΄α ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
Βικιλεξικό: λάγνος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'λάγνος' (νέα ελληνικά)
ID: eg: βέβαιος   (proparoxytone) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-η / ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄-ου ΄-ης / ΄-ας ΄-ου ΄-ων ΄-ων ΄-ων
accusative ΄-ο ΄-η / ΄-α ΄-ο ΄-ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄-η / ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α

References

[edit]
  • Babiniotis G, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Dictionary of the New Greek Language) (2008): λάγνος (lágnos), βέβαιος (vévaios)

Syntax

[edit]

Οutput for βέβαιος (vévaios):

{{el-decl-adj|stem=βέβαι|dec=ος-η-α-ο}}
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βέβαιος (vévaios) βέβαιη (vévaii)
βέβαια (vévaia)
βέβαιο (vévaio) βέβαιοι (vévaioi) βέβαιες (vévaies) βέβαια (vévaia)
genitive βέβαιου (vévaiou) βέβαιης (vévaiis)
βέβαιας (vévaias)
βέβαιου (vévaiou) βέβαιων (vévaion) βέβαιων (vévaion) βέβαιων (vévaion)
accusative βέβαιο (vévaio) βέβαιη (vévaii)
βέβαια (vévaia)
βέβαιο (vévaio) βέβαιους (vévaious) βέβαιες (vévaies) βέβαια (vévaia)
vocative βέβαιε (vévaie) βέβαιη (vévaii)
βέβαια (vévaia)
βέβαιο (vévaio) βέβαιοι (vévaioi) βέβαιες (vévaies) βέβαια (vévaia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βέβαιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βέβαιος, etc.)


See also

[edit]