Jump to content

Template:el-decl-adj-ός-ή-ά-ό

From Wiktionary, the free dictionary

{{el-decl-adj-notice}

For adjectives with the inflections shown
ID: ός-ή-ά-ό   Category singular plural
eg: ξηρός   (oxytone) m f n m f n
nominative ός ή / ά ό οί ές ά
genitive ού ής / άς ού ών ών ών
accusative ό ή / ά ό ούς ές ά
vocative έ ή / ά ό οί ές ά
Βικιλεξικό: ξηρός,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (νέα ελληνικά)

References

[edit]
  • Babiniotis G, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Dictionary of the New Greek Language) (2008): ξηρός (xirós)

Syntax

[edit]

Output for ξηρός (xirós):

{{el-decl-adj|stem=ξηρ|dec=ός-ή-ά-ό}}
Declension of ξηρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξηρός (xirós) ξηρή (xirí)
ξηρά (xirá)
ξηρό (xiró) ξηροί (xiroí) ξηρές (xirés) ξηρά (xirá)
genitive ξηρού (xiroú) ξηρής (xirís)
ξηράς (xirás)
ξηρού (xiroú) ξηρών (xirón) ξηρών (xirón) ξηρών (xirón)
accusative ξηρό (xiró) ξηρή (xirí)
ξηρά (xirá)
ξηρό (xiró) ξηρούς (xiroús) ξηρές (xirés) ξηρά (xirá)
vocative ξηρέ (xiré) ξηρή (xirí)
ξηρά (xirá)
ξηρό (xiró) ξηροί (xiroí) ξηρές (xirés) ξηρά (xirá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξηρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξηρός, etc.)

See also

[edit]