υπολογισμένος
Appearance
(Redirected from ὑπολογισμένος)
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of υπολογίζομαι (ypologízomai), passive voice of υπολογίζω (“I calculate”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]υπολογισμένος • (ypologisménos) m (feminine υπολογισμένη, neuter υπολογισμένο)
- calculated, estimated
- (of measurable things)
- Όλες οι κρατικές δαπάνες είναι υπολογισμένες στον ετήσιο προϋπολογισμό.
- Óles oi kratikés dapánes eínai ypologisménes ston etísio proÿpologismó.
- All public expenses are calculated in the annual budget.
- (of movements, especially repetitive ones)
- Οι υπολογισμένες κινήσεις του έμπειρου χειρούργου.
- Oi ypologisménes kiníseis tou émpeirou cheiroúrgou.
- The calculated movements of the experienced surgeon.
- (of calculated activities, behaviours)
- Οι αποφάσεις του προέδρου ήταν καλά υπολογισμένες· επανεκλέχτηκε.
- Oi apofáseis tou proédrou ítan kalá ypologisménes; epanekléchtike.
- The president's decisions were well calculated; he was reelected.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπολογισμένος (ypologisménos) | υπολογισμένη (ypologisméni) | υπολογισμένο (ypologisméno) | υπολογισμένοι (ypologisménoi) | υπολογισμένες (ypologisménes) | υπολογισμένα (ypologisména) | |
genitive | υπολογισμένου (ypologisménou) | υπολογισμένης (ypologisménis) | υπολογισμένου (ypologisménou) | υπολογισμένων (ypologisménon) | υπολογισμένων (ypologisménon) | υπολογισμένων (ypologisménon) | |
accusative | υπολογισμένο (ypologisméno) | υπολογισμένη (ypologisméni) | υπολογισμένο (ypologisméno) | υπολογισμένους (ypologisménous) | υπολογισμένες (ypologisménes) | υπολογισμένα (ypologisména) | |
vocative | υπολογισμένε (ypologisméne) | υπολογισμένη (ypologisméni) | υπολογισμένο (ypologisméno) | υπολογισμένοι (ypologisménoi) | υπολογισμένες (ypologisménes) | υπολογισμένα (ypologisména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπολογισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπολογισμένος, etc.)
Related terms
[edit]- προϋπολογισμένος (proÿpologisménos, “precalculated”)
See also
[edit]- Older spelling: ὑπολογισμένος