Jump to content

χρονοδιάγραμμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from χρονο- (chrono-) +‎ διάγραμμα (diágramma), a calque of English timetable.[1]

Noun

[edit]

χρονοδιάγραμμα (chronodiágramman (plural χρονοδιαγράμματα)

  1. timetable, schedule
    Synonyms: δρομολόγιο (dromológio), ωράριο (orário)

Declension

[edit]
Declension of χρονοδιάγραμμα
singular plural
nominative χρονοδιάγραμμα (chronodiágramma) χρονοδιαγράμματα (chronodiagrámmata)
genitive χρονοδιαγράμματος (chronodiagrámmatos) χρονοδιαγραμμάτων (chronodiagrammáton)
accusative χρονοδιάγραμμα (chronodiágramma) χρονοδιαγράμματα (chronodiagrámmata)
vocative χρονοδιάγραμμα (chronodiágramma) χρονοδιαγράμματα (chronodiagrámmata)

Coordinate terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ χρονοδιάγραμμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language