Jump to content

δρομολόγιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δρομολόγιο (dromológion (plural δρομολόγια)

  1. itinerary
    Synonym: οδοιπορικό (odoiporikó)
  2. timetable
    Synonym: χρονοδιάγραμμα (chronodiágramma)

Declension

[edit]
Declension of δρομολόγιο
singular plural
nominative δρομολόγιο (dromológio) δρομολόγια (dromológia)
genitive δρομολογίου (dromologíou)
δρομολόγιου (dromológiou)
δρομολογίων (dromologíon)
accusative δρομολόγιο (dromológio) δρομολόγια (dromológia)
vocative δρομολόγιο (dromológio) δρομολόγια (dromológia)