Jump to content

φυσιολογικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φυσιολογικός (fysiologikósm (feminine φυσιολογική, neuter φυσιολογικό)

  1. normal, natural
    Synonym: φυσικός (fysikós)
    Antonym: αφύσικος (afýsikos)
  2. (physiology) physiological

Declension

[edit]
Declension of φυσιολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φυσιολογικός (fysiologikós) φυσιολογική (fysiologikí) φυσιολογικό (fysiologikó) φυσιολογικοί (fysiologikoí) φυσιολογικές (fysiologikés) φυσιολογικά (fysiologiká)
genitive φυσιολογικού (fysiologikoú) φυσιολογικής (fysiologikís) φυσιολογικού (fysiologikoú) φυσιολογικών (fysiologikón) φυσιολογικών (fysiologikón) φυσιολογικών (fysiologikón)
accusative φυσιολογικό (fysiologikó) φυσιολογική (fysiologikí) φυσιολογικό (fysiologikó) φυσιολογικούς (fysiologikoús) φυσιολογικές (fysiologikés) φυσιολογικά (fysiologiká)
vocative φυσιολογικέ (fysiologiké) φυσιολογική (fysiologikí) φυσιολογικό (fysiologikó) φυσιολογικοί (fysiologikoí) φυσιολογικές (fysiologikés) φυσιολογικά (fysiologiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φυσιολογικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φυσιολογικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φυσιολογικότερος (fysiologikóteros) φυσιολογικότερη (fysiologikóteri) φυσιολογικότερο (fysiologikótero) φυσιολογικότεροι (fysiologikóteroi) φυσιολογικότερες (fysiologikóteres) φυσιολογικότερα (fysiologikótera)
genitive φυσιολογικότερου (fysiologikóterou) φυσιολογικότερης (fysiologikóteris) φυσιολογικότερου (fysiologikóterou) φυσιολογικότερων (fysiologikóteron) φυσιολογικότερων (fysiologikóteron) φυσιολογικότερων (fysiologikóteron)
accusative φυσιολογικότερο (fysiologikótero) φυσιολογικότερη (fysiologikóteri) φυσιολογικότερο (fysiologikótero) φυσιολογικότερους (fysiologikóterous) φυσιολογικότερες (fysiologikóteres) φυσιολογικότερα (fysiologikótera)
vocative φυσιολογικότερε (fysiologikótere) φυσιολογικότερη (fysiologikóteri) φυσιολογικότερο (fysiologikótero) φυσιολογικότεροι (fysiologikóteroi) φυσιολογικότερες (fysiologikóteres) φυσιολογικότερα (fysiologikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φυσιολογικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φυσιολογικότατος (fysiologikótatos) φυσιολογικότατη (fysiologikótati) φυσιολογικότατο (fysiologikótato) φυσιολογικότατοι (fysiologikótatoi) φυσιολογικότατες (fysiologikótates) φυσιολογικότατα (fysiologikótata)
genitive φυσιολογικότατου (fysiologikótatou) φυσιολογικότατης (fysiologikótatis) φυσιολογικότατου (fysiologikótatou) φυσιολογικότατων (fysiologikótaton) φυσιολογικότατων (fysiologikótaton) φυσιολογικότατων (fysiologikótaton)
accusative φυσιολογικότατο (fysiologikótato) φυσιολογικότατη (fysiologikótati) φυσιολογικότατο (fysiologikótato) φυσιολογικότατους (fysiologikótatous) φυσιολογικότατες (fysiologikótates) φυσιολογικότατα (fysiologikótata)
vocative φυσιολογικότατε (fysiologikótate) φυσιολογικότατη (fysiologikótati) φυσιολογικότατο (fysiologikótato) φυσιολογικότατοι (fysiologikótatoi) φυσιολογικότατες (fysiologikótates) φυσιολογικότατα (fysiologikótata)
[edit]