φυσιολογικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]φυσιολογικά • (fysiologiká)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of φυσιολογικός (fysiologikós)
Adverb
[edit]φυσιολογικά • (fysiologiká)
φυσιολογικά • (fysiologiká)
φυσιολογικά • (fysiologiká)